στρατηγός

στρατηγός
ὁ στρατηγός (στρατός + ἀγω) полководец; стратег (название государственной должности в греческих городах)

Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στρατηγός" в других словарях:

  • στρατηγός — leader masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγός — ο αρχηγός στρατού, ανώτατος αξιωματικός του στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στρατηγός, Ξενοφώντας — Στρατιωτικός και πολιτικός (1869 1927). Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο, του οποίου αργότερα έγινε υπαρχηγός. Αποστρατεύτηκε το 1917 αλλά μετά την παλιννόστηση… …   Dictionary of Greek

  • Χανδρηνός, Ανδρέας — Στρατηγός του Βυζαντίου στα χρόνια του Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου (1282 1328). Καταγόταν από παλαιά στρατιωτική οικογένεια της Μικράς Ασίας και πήρε μέρος σε διάφορους πολέμους εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία και εναντίον των Καταλανών στη… …   Dictionary of Greek

  • Стратег — (στρατηγός) у древних греков должность главнокомандующего войском, заведовавшего в то же время внешними делами государства и отчасти финансами, включая судебную власть по всем указанным отраслям управления. Должность С. была повсеместной: так мы… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • СТРАТЕГ —    • Στρατηγός,          см. Exercitus, Войско, 4. 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ολοφέρνης — Στρατηγός των Ασσυρίων την εποχή του Ναβουχοδονόσορα, περσικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε από την όμορφη Εβραία Ιουδήθ, χήρα του Μανασή, την ώρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του, κατά την πολιορκία της ιουδαϊκής πόλης Βετυλούας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πανάρης — Στρατηγός της Κρητικής Κυδωνίας, που έδρασε στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Κάτω από την αρχηγία του ίδιου και του Λασθένη οι Κρητικοί αγωνίστηκαν με επιτυχία εναντίον των διαφόρων επιδρομών των Ρωμαίων στο διάστημα 74 69 π.Χ., οπότε αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • Πασσιπίδας — Στρατηγός των Λακεδαιμονίων στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Κατηγορήθηκε ότι βοήθησε τον Τισαφέρνη και για τον λόγο αυτό εξορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Πρεπέλαος — Στρατηγός του Κάσσανδρου, του διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μακεδονία (3ος – 4ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε για την τόλμη και τη στρατηγική ευφυΐα του σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, που ο Μακεδόνας βασιλιάς του ανέθεσε. Το 303 π.Χ. ήταν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»